Φθα

Φθα
Αιγύπτιος θεός, που τον τιμούσαν στη Μέμφιδα, όπου ταυτιζόταν με τον ντόπιο θεό της γης Τα-Τένεν, τον Σόκαρι και τον Όσιρι. Μετά το Νέο Βασίλειο αποτελούσε μέλος μιας τριάδας, ως σύζυγος της θεάς Σεχμέτ και πατέρας του μικρού θεού Νεφερτούμ· παριστανόταν με ανθρωπόμορφο σχήμα, με το κεφάλι σκεπασμένο με μια κουκούλα και με σώμα που θύμιζε την παλιά τεχνοτροπία της έλλειψης ανατομικών λεπτομερειών. Ένα κείμενο του Αρχαίου Βασιλείου που αντιγράφηκε σε αιθιοπική εποχή, η λεγόμενη Μεμφιτική Θεολογία, παρουσιάζει τον θεό αυτό δημιουργό του σύμπαντος με τη δύναμη του λόγου: «και όλοι οι άλλοι θεοί βγήκαν από τον Φ. και ο ίδιος ο Ατούμ είναι μια μορφή του Φ., η καρδιά του και η γλώσσα του, προσωποποιημένες στον Ώρο και στον Θωτ, δηλαδή τη θεία αλήθεια και δύναμη». Στη λαϊκή λατρεία ο Φ. ήταν προστάτης των βιοτεχνών και, με την ιδιότητα αυτή, ταυτίστηκε με τον Ήφαιστο. Άγαλμα του θεού Φθα της εποχής της 18ης αιγυπτιακής δυναστείας. (Τουρίνο, Αιγυπτιακό Μουσείο, Συλλογή Ντροβέτι)
* * *
ή Αφθάς, ο, ΝΑ
μυθ. ο δημιουργός τού σύμπαντος, σύμφωνα με την αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία, και ο θεός - προστάτης τών τεχνικών, ιδιαίτερα των γλυπτών, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες ταύτιζαν με τον Ήφαιστο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φθᾶ — φθάνω come aor ind act 3rd sg (doric) φθάζω fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθά — φθάνω come aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθάσας — φθά̱σᾱς , φθάνω come aor part act fem acc pl (attic epic ionic) φθάσᾱς , φθάνω come aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) φθάνω come aor ind act 2nd sg (homeric ionic) φθά̱σᾱς , φθάζω fut part act fem acc pl (doric) φθά̱σᾱς , φθάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθάσαις — φθά̱σαις , φθάνω come aor part act fem dat pl (attic epic ionic) φθάνω come aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) φθάνω come aor opt act 2nd sg φθά̱σαις , φθάζω fut part act fem dat pl (doric) φθάζω aor part act masc nom/voc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθάς — φθά̱ς , φθάνω come aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) φθάνω come aor ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθάσηι — φθά̱σῃ , φθάνω come aor part act fem dat sg (attic epic ionic) φθάσῃ , φθάνω come aor subj mid 2nd sg φθάσῃ , φθάνω come aor subj act 3rd sg φθάσῃ , φθάνω come fut ind mid 2nd sg φθάσῃ , φθάζω aor subj mid 2nd sg φθάσῃ , φθάζω aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθάσης — φθά̱σης , φθάνω come aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθάσῃ — φθά̱σῃ , φθάνω come aor part act fem dat sg (attic epic ionic) φθάνω come aor subj mid 2nd sg φθάνω come aor subj act 3rd sg φθάνω come fut ind mid 2nd sg φθάζω aor subj mid 2nd sg φθάζω aor subj act 3rd sg φθάζω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθάσῃς — φθά̱σῃς , φθάνω come aor part act fem dat pl (epic) φθάνω come aor subj act 2nd sg φθάζω aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”